στηρικτής
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A gloss on λίθον εὐναστῆρα, Sch.Opp.H.3.373.
Greek (Liddell-Scott)
στηρικτής: -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.
Greek Monolingual
-οῡ, ὁ, Α στηρίζω
αυτός που στηρίζει.