συγκίνησις

From LSJ
Revision as of 09:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῑνησις Medium diacritics: συγκίνησις Low diacritics: συγκίνησις Capitals: ΣΥΓΚΙΝΗΣΙΣ
Transliteration A: synkínēsis Transliteration B: synkinēsis Transliteration C: sygkinisis Beta Code: sugki/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A commotion, τοῦ θερμοῦ Arist.Pr.945b9; πάθος ψυχῆς σ. ἐστίν Longin.20.2; περὶ τὰ μόρια Sor.1.31, cf. Apollon. ap. Orib.7.19.5. 2 movement in the same direction, opp. ἀντικίνησις, Corp.Herm.2.6.

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, Mitbewegung, übertr., Rührung, Sp., wie Longin. 20, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συγκίνησις: [ῑ], ἡ, σύγχρονος κίνησις, συγκίνησις, συμπάθεια, τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 26. 48. 1· τῆς ψυχῆς Λογγῖν. 20.

Russian (Dvoretsky)

συγκίνησις: εως ἡ общее движение (τοῦ θερμοῦ Arst.).