συμβρύκω

From LSJ
Revision as of 10:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβρύκω Medium diacritics: συμβρύκω Low diacritics: συμβρύκω Capitals: ΣΥΜΒΡΥΚΩ
Transliteration A: symbrýkō Transliteration B: symbrykō Transliteration C: symvryko Beta Code: sumbru/kw

English (LSJ)

[ῡ], A gnash, ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Iamb.VP31.194.

German (Pape)

[Seite 980] τοὺς ὀδόντας, die Zähne zusammenbeißen, Iambl. V. P. 194.

Greek (Liddell-Scott)

συμβρύκω: [ῡ], τρίζω, συγκρούω, συμβρύξασα ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 194.

Greek Monolingual

Α
τρίζω μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρύκω «τρίζω τα δόντια»].

Greek Monolingual

Α
τρίζω μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρύκω «τρίζω τα δόντια»].