συκοπέδιλος
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
ὁ, A fig-sandaled, a parody on Homer's χρυσοπέδιλος, with a play on συκοφάντης, Cratin.69.
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, nach dem homerischen χρυσοπέδιλος gebildet, eigtl. der in Sykophantenfohlen geht, = συκοφάντης, Ar. Equ. 527.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοπέδῑλος: ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, παρῳδία τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσοπέδιλος, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφάντης, Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως παρωδία της ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο-πέδιλος].
Russian (Dvoretsky)
σῡκοπέδῑλος: шутл. (по созвучию с χρυσοπέδιλος) с фигами у пят, т. е. занимающийся доносами Arph.