συμμολύνω

From LSJ
Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμολύνω Medium diacritics: συμμολύνω Low diacritics: συμμολύνω Capitals: ΣΥΜΜΟΛΥΝΩ
Transliteration A: symmolýnō Transliteration B: symmolynō Transliteration C: symmolyno Beta Code: summolu/nw

English (LSJ)

[ῡ], A defile or disgrace together, ἑαυτὸν καὶ τὴν αἵρεσιν Phld.Herc.1289p.60V.:—Pass., LXX Da.1.8, Iamb.Comm.Math.4.

German (Pape)

[Seite 983] mit od. zugleich beflecken, besudeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμολύνω: [ῡ], μολύνω ἐπίσης, ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.

Greek Monolingual

Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.

Greek Monolingual

Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.