συνανθέλκω
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
A draw back at the same time, Herod.Med.in Rh.Mus. 58.90 (Pass.).
Greek Monolingual
Α
ἀνθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνθέλκω «σύρω κάτι αντίθετα, τραβώ προς το μέρος μου»].
Greek Monolingual
Α
ἀνθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνθέλκω «σύρω κάτι αντίθετα, τραβώ προς το μέρος μου»].