συνακτός

From LSJ
Revision as of 10:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνακτός Medium diacritics: συνακτός Low diacritics: συνακτός Capitals: ΣΥΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: synaktós Transliteration B: synaktos Transliteration C: synaktos Beta Code: sunakto/s

English (LSJ)

ή, όν, A collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.

Greek (Liddell-Scott)

συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.