συνοδηγός

From LSJ
Revision as of 11:11, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδηγός Medium diacritics: συνοδηγός Low diacritics: συνοδηγός Capitals: ΣΥΝΟΔΗΓΟΣ
Transliteration A: synodēgós Transliteration B: synodēgos Transliteration C: synodigos Beta Code: sunodhgo/s

English (LSJ)

ὁ, A guide, Lyr.Alex.Adesp.1.15.

Greek Monolingual

ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ ὁδηγός
ο επίσης οδηγός
νεοελλ.
αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματος
αρχ.
οδηγός.