σχαστήριον
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
τό, A lancet, Hippiatr.24.
German (Pape)
[Seite 1053] τό, ein Werkzeug der Wundärzte zum Ritzen, Aderlassen, eine Lanzette, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σχαστήριον: τό, (σχάζω) μαχαιρίδιον χειρουργικόν, νυστέριον, Ἱππιατρ.