σύμπρουρος
From LSJ
English (LSJ)
A v. σύμφρουρος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σύμφρουρος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σύμφρουρος.
Full diacritics: σύμπρουρος | Medium diacritics: σύμπρουρος | Low diacritics: σύμπρουρος | Capitals: ΣΥΜΠΡΟΥΡΟΣ |
Transliteration A: sýmprouros | Transliteration B: symprouros | Transliteration C: symprouros | Beta Code: su/mprouros |
A v. σύμφρουρος.
ὁ, Α
βλ. σύμφρουρος.
ὁ, Α
βλ. σύμφρουρος.