τιμιώρα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, A season of high prices, IGRom.4.1269 (Thyatira), prob. for τειμωρίαν in Supp.Epigr.4.397 (Stratonicea); written τιμιόρα in UPZ52.17 (ii B.C.): pl. perh. to be read for τιμωρίαι in Gp.1.8.11, Cat.Cod.Astr.4.155.
Greek Monolingual
και σε επιγρ. τιμιόρα, ἡ, Α
εποχή της ακρίβειας, της υψηλής εμπορικής τιμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίμιος + ὥρα].