τολμητικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A = τολμηρός, in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.
German (Pape)
[Seite 1126] = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητικός: -ή, -όν, = τολμηρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.