τραγοπρόσωπος
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ον, A goat-faced, Suid. s.v. Μένδην.
German (Pape)
[Seite 1133] mit einem Bocksgesicht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον τράγου, Σουΐδ. ἐν λέξ. Μένδην· «οὕτω καλοῦσι τὸν Πᾶνα Αἰγύπτιοι ὡς τραγοπρόσωπον, τῷ καὶ τὸν τράγον τῇ αὐτῶν διαλέκτῳ οὕτω καλεῖν».
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πρόσωπο τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αιγο-πρόσωπος, ορνιθο-πρόσωπος.