τυπωτής

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπωτής Medium diacritics: τυπωτής Low diacritics: τυπωτής Capitals: ΤΥΠΩΤΗΣ
Transliteration A: typōtḗs Transliteration B: typōtēs Transliteration C: typotis Beta Code: tupwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who forms or moulds, κόσμοιο τ. Orph.Fr.247.8:—fem. τῠπ-ῶτις, ιδος, σφρηγὶς τ. seal-ring, Id.H.34.26.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπωτής: -οῦ, ὁ, (τυπόω) ὁ τυπῶν, σχηματίζων ἢ διαπλάττων, κόσμοιο τυπ. Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 8· ― θηλ. (ἀδόκιμ.) τυπῶτις, ιδος, σφρηγὶς τ., δακτύλιος μετὰ σφραγῖδος, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 33. 26. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 863.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, -ώτιδος, Α τυπῶ
νεοελλ.
1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωση
αρχ.
1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που το σχηματίζει, το διαμορφώνει
2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς) δαχτυλίδι με σφραγίδα.