φαιλόνης

From LSJ
Revision as of 13:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιλόνης Medium diacritics: φαιλόνης Low diacritics: φαιλόνης Capitals: ΦΑΙΛΟΝΗΣ
Transliteration A: phailónēs Transliteration B: phailonēs Transliteration C: failonis Beta Code: failo/nhs

English (LSJ)

A = φαινόλης, 2 Ep.Ti.4.13 (wrongly expld. by γλωσσόκομον, εἰλητάριον μεμβράϊνον, Hsch.); written φελόνης in PFay.347 (ii A. D.), v.l. in 2 Ep.Ti. l.c.:—Dim. φαιλόνιον POxy.933.30 (ii A. D.); written φ[ε]λόνιον in PGen.80.14 (iv A. D.).

Greek Monolingual

και φελόνης και φελώνης, ὁ, Α
χοντρό πανωφόρι, φαινόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλης με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ' επίδραση τών ονομ. σε -όνη, -όνιον, που δηλώνουν όργανο (πρβλ. περ-όνη, πρι-όνιον)].

Russian (Dvoretsky)

φαιλόνης: ου ὁ NT v. l. = φαινόλης.

Chinese

原文音譯:felÒnhj 費羅尼士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:樹皮
字義溯源:斗篷,外衣^;或出自(φαίνω)=發光),而 (φαίνω)出自(φῶς)=光), (φῶς)又出自(φαῦλος)X=照耀*)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 外衣(1) 提後4:13