φαινομένως

From LSJ
Revision as of 13:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαινομένως Medium diacritics: φαινομένως Low diacritics: φαινομένως Capitals: ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΣ
Transliteration A: phainoménōs Transliteration B: phainomenōs Transliteration C: fainomenos Beta Code: fainome/nws

English (LSJ)

Adv., A apparently, opp. ὡς ἀληθῶς, Procl. in Prm. p.499 S.; opp. ἀφανῶς, ib.p.618 S.; φ. καὶ εἰδωλικῶς Id. in R.1.77K.

Greek (Liddell-Scott)

φαινομένως: Ἐπίρρ., ἴδε φαίνω Β. ΙΙ. 2. 8.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τα φαινόμενα, φαινομενικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. φαίνομαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].