φαρμακηρός

From LSJ
Revision as of 13:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκηρός Medium diacritics: φαρμακηρός Low diacritics: φαρμακηρός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΗΡΟΣ
Transliteration A: pharmakērós Transliteration B: pharmakēros Transliteration C: farmakiros Beta Code: farmakhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (A φάρμακον III) treated with preservatives, κωπῶν ζεύγη BGU544.21 (ii A. D.). 2 glazed, of bronze vessels, ib. 17.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο
2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ταριχ-ηρός)].