φουλβῖνον
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
τό, = Lat. A pulvinus, cushion, POxy.1290.7 (v A. D.).
Greek Monolingual
και φουλβίν, τὸ, Μ
προσκέφαλο, μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»].