φυλακτέος

Revision as of 14:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A to be observed, πρόνοια τοῦ θεοῦ S.OC1180; (from Med.) to be guarded against, E.Andr.63. II φυλακτέον, one must observe, obey, ἀνάγκην Id.IT620; one must preserve, τὰ πρεσβεῖα Aristid.1.99J. 2 (from Med.) one must guard against, τι A.Th.499; ἡδονήν Arist.EN1109b7; φ. μή . . Pl.R.416a; ὅπως μή . . X.Oec.7.36, cf. Isoc.6.94: c. inf., τοῦτο πράττειν Porph.Abst. 2.31.

Greek (Liddell-Scott)

φυλακτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ φυλάσσειν, μή σοι πρόνοι’ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1180· ἅ σοι φυλακτέα Εὐρ. Ἀνδρ. 63. ΙΙ. φυλακτέον, δεῖ φυλάττειν, ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 620. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), πρέπει τις νὰ προφυλαχθῇ ἀπό τινος ἢ ἐναντίον τινός, τι Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 499, Πλάτ., κλπ.· φ. μή... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416 Α· ὅπως μή... Ξεν. Οἰκ. 7, 36, πρβλ. Ἰσοκρ. 135C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de φυλάσσω.

Greek Monotonic

φυλακτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του φυλάσσω·
1. αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. φυλακτέον, αυτό που πρέπει να προσέχει κανείς ή να υπακούει, σε Ευρ.
2. (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί εναντίον κάποιου, τι, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φῠλακτέος: adj. verb. к φυλάσσω.

Middle Liddell

φυλακτέος, η, ον, verb. adj. of φυλάσσω
I. to be watched or kept, Soph., Eur.
II. φυλακτέον one must observe, obey, Eur.
2. (from Mid.) one must guard against, τι Aesch., Plat.