φύρσις
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
εως, ἡ, A mixing, kneading, ἀλεύρου καὶ ὕδατος Sch.D.T.p.215 H.
German (Pape)
[Seite 1316] ἡ, das Mischen, Kneten, Reiben, Lob. Phryn. 116.
Greek (Liddell-Scott)
φύρσις: -εως, ἡ, ἀνάμιξις, κατὰ φύρσιν δὲ ἐπὶ ξηρῶν καὶ ὑγρῶν, ἀλεύρου καὶ ὕδατος Α. Β. 838, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 116.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ φύρω
1. ανακάτεμα και ζύμωμα
2. μτφ. σύγχυση, μπέρδεμα.