χειρόπους
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, χειρόπουν, τό, gen. -ποδος, A = χειροπόδης, Poll.2.152.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, aufgesprungene od. aufgeborstene Füße habend, οἱ τοὺς πόδας κατεῤῥηγμένοι, Poll. 2, 152; Hesych. Vgl. χειροπόδης.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. χειροπόδης.
Greek Monolingual
-ουν, Α
βλ. χιρόπους.