χυλοειδής
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
ές, A like juice, S.E.M.7.119.
German (Pape)
[Seite 1384] ές, saftartig, saftähnlich, Sext. Emp. adv. Math. 7, 119.
Greek (Liddell-Scott)
χῡλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς χυλόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 119.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
χυλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
χῡλοειδής: имеющий сходство с соками: ἡ γεῦσις χ. ἐστιν Sext. чувство вкуса сокообразно, т. е. предметом вкусовых ощущений являются соки.