ἀκροπαγής
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
ές, A fastened at the extremity, Jo. Gaz. 1.111.
German (Pape)
[Seite 84] ές, oben befestigt, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπᾰγής: -ές, ἐστερεωμένος ἢ καρφωμένος κατὰ τὸ ἄκρον, Νόνν. Ἰω. δϳ, 23.
Spanish (DGE)
(ἀκροπᾰγής) -ές
unido por los extremos, ἄξων ... ἀ. ἑκάτερθεν ἀερτάζων φύσιν ἔστη Io.Gaz.1.111
•de las rodillas articulado Nonn.Par.Eu.Io.4.23.
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (Μ ἀκροπαγής)
ο στερεωμένος ή καρφωμένος στα άκρα
«ἀκροπαγὴς ἐξέδρα» (Ιω. Γαζαίος 1, 111).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -παγὴς < ἐπάγην < πήγνυμι.