ἀκουσίθεος

From LSJ
Revision as of 17:02, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουσίθεος Medium diacritics: ἀκουσίθεος Low diacritics: ακουσίθεος Capitals: ΑΚΟΥΣΙΘΕΟΣ
Transliteration A: akousítheos Transliteration B: akousitheos Transliteration C: akousitheos Beta Code: a)kousi/qeos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A heard of God, AP6.249 (Antip. Thess.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουσίθεος: [ᾰ], -ον, ὁ παρά θεοῦ άκουσθείς, Ἀνθ. Π.6.249.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entendu ou exaucé par la divinité.
Étymologie: ἀκούω, θεός.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰκουσῐ-]
escuchado por los dioses φέγγος AP 6.249 (Antip.Thess.).

Greek Monolingual

ἀκουσίθεος, -ον (Α)
αυτός που εισακούεται από τον Θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεός
μόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].

Greek Monotonic

ἀκουσίθεος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει εισακουσθεί από το θεό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκουσίθεος: услышанный богом (φεγγος Anth.).

Middle Liddell

heard of God, Anth.