ἀλληλοφάγοι

From LSJ
Revision as of 17:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλοφάγοι Medium diacritics: ἀλληλοφάγοι Low diacritics: αλληλοφάγοι Capitals: ΑΛΛΗΛΟΦΑΓΟΙ
Transliteration A: allēlophágoi Transliteration B: allēlophagoi Transliteration C: allilofagoi Beta Code: a)llhlofa/goi

English (LSJ)

α A eating each other, Arist.HA593b27, Orac. ap. Paus.8.42.6 ; ἡ ἀ. ἀνομία S.E.M.2.32 ; ἀ. δίκαι Telecl.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλοφάγοι: α, οἱ ἀλλήλους ἐσθίοντες, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 17. Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· ἡ ἀλλ. ἀνομία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 32 ἀλλ. δίκαι, Τηλεκλείδ, ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 4· πρβλ. ἀλληλομάχος.

Greek Monolingual

ἀλληλοφάγοι, -α (Α)
αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τόπου ἀλληλοφάγος < ἀλληλο- + -φάγος < ἔφαγον, αόρ. του ρ. ἔσθίω.
ΠΑΡ. ἀλληλοφαγία
αρχ.
ἀλληλοφαγῶ].

Greek Monotonic

ἀλληλοφάγοι: (φᾰγεῖν), αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλο, σε Αριστ.