ἀλιγύγλωσσος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ον, A with no clear voice, Timo 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλιγύγλωσσος: -ον, ὁ μὴ ἔχων καθαρὸν ἦχος τῆς φωνῆς, ὁ μὴ ἔχων λιγυρὰν φωνήν, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9.57.
Spanish (DGE)
(ἀλῐγύγλωσσος) -ον de voz no clarade Protágoras, Timo SHell.779.
Greek Monolingual
ἀλιγύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + -γλωσσος < γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
ἀλιγύγλωσσος: с хриплым голосом: οὐκ ἀ. Timon ap. Sext. голосистый.