ἀμβλώψ
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, A = ἀμβλωπός, αὐγαί E.Rh. 737, cf. S.Fr.1001, Ion Trag. ap. Phot.p.89 R., Pl.Com.23D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = ἀμβλωπός, αὐγαὶ Εὐρ. Ρῆσ. 737.
Spanish (DGE)
-ῶπος
adj. de poco brillo, sombrío αὐγαί E.Rh.737, Fr.397aSn., cf. S.Fr.1001, Pl.Com.228b (cód. ἀμβλωπάς).
Greek Monolingual
ἀμβλώψ (-ῶπος), ο, η (Α)
ο αμβλωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς + -ωψ < ὄψ «μάτι»].
Greek Monotonic
ἀμβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ = ἀμβλωπός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλώψ: ῶπος adj. плохо видящий: κατ᾽ εὐφρόνην ἀμβλῶπες αὐγαί Eur. ночью глаза плохо видят.