ἀλλοτριοφάγος

From LSJ
Revision as of 17:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριοφάγος Medium diacritics: ἀλλοτριοφάγος Low diacritics: αλλοτριοφάγος Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: allotriophágos Transliteration B: allotriophagos Transliteration C: allotriofagos Beta Code: a)llotriofa/gos

English (LSJ)

ον, A eating another's bread, S.Fr.329, Eust.1404.13.

German (Pape)

[Seite 106] fremdes Brod essend, Soph. frg. 309 bei Ath. IV, 164 a.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
devorador de la hacienda ajena, que vive del prójimo, parásito κέντρωνες, ἀλλοτριοφάγοι S.Fr.329, πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοι para no ser llamados parásitos Sud.s.u. βρουμάλια.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς
νεοελλ.
1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν του ανήκουν
2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + φάγος < ἔφαγον < ἐσθίω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλλοτριοφαγῶ μσν.-νεοελλ. αλλοτριοφαγία].

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριοφάγος: чужеядный, питающийся на чужой счет Soph.