ἀνακλήρωσις
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
εως, ἡ, A re-allotment, Sch.Pi.O.7.110.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ distribución Sch.Pi.O.7.110d.
Greek Monolingual
ἀνακλήρωσις (-εως), η (Μ)
η εκ νέου κλήρωση, η εκ νέου διανομή διά κλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλήρωσις.