κλήρωσις
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
-εως, ἡ, choosing by lot, βίου Pl.Phdr.249b; κληρώσεις δικαστηρίων Id.Lg.956e, cf. Isoc.7.23: metaph., πικρὰν κ. αἵρεσίν τέ μοι βίου καθίστης, of a choice of evils, E.Andr.384.
German (Pape)
[Seite 1452] ἡ, das Loosen, Wählen durchs Loos; πικρὰν κλήρωσιν αἵρεσίν τέ μοι βίου καθίστης Eur. Andr. 384, wie Plat. Phaedr. 249 b; κληρώσεις δικαστηρίων Plat. Legg. XII, 956 d; so auch A.; auch Sp., wie D. Cass. 41, 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tirage au sort.
Étymologie: κληρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλήρωσις -εως, ἡ [κληρόω] loting.
Russian (Dvoretsky)
κλήρωσις: εως ἡ избрание по жребию (δικαστηρίων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
κλήρωσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ κλήρου ἐκλογή, τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β· τῶν δικαστηρίων ὁ αὐτ. Νόμ. 956Ε, πρβλ. Ἰσοκρ. 144Β· μεταφορ., πικρὰν κλ. αἵρεσίν τέ μοι βίου καθίστης, ἐκλογὴν μεταξὺ δύο κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 384.
Greek Monotonic
κλήρωσις: -εως, ἡ, κλήρωση, διαλογή μέσω κλήρωσης, σε Πλάτ.· πικρὰκλ., λέγεται για επιλογή κακών, σε Ευρ.
English (Woodhouse)
choice by lot, drawing of lots, election by lot, selection by lot