ἀνανεωτικός

From LSJ
Revision as of 18:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανεωτικός Medium diacritics: ἀνανεωτικός Low diacritics: ανανεωτικός Capitals: ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ananeōtikós Transliteration B: ananeōtikos Transliteration C: ananeotikos Beta Code: a)nanewtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A renewing, reviving, τινός J.AJ11.4.7.

German (Pape)

[Seite 199] verjüngend, erneuend, Ioseph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανεωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
renovador θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.AI 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.in Ti.2.63.28.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνανεωτικός, -ή, -όν) ανανεώνω
ο σχετικός με την ανανέωση, ο ικανός να ανανεώνει, να αναζωογονεί.