ἀναργυρία
From LSJ
πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
English (LSJ)
ἡ, A want of cash, Stratt.8 D.; ἡ τῆς ἀ. παραγραφή non numeratae pecuniae, Cod.Just.4.21.16; ἡ τῆς προικὸς ἀ. Just.Nov.100 Pr.: pl., ibid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναργῠρία: ἡ, τὸ μὴ λαβεῖν ἀργύριον, ὅρος δικ. (ἀναργυρίας περιγραφή), «ἀναργυρία λέγεται ὅταν τις γράψας οἰκειοχείρως καὶ ὁμολογεήσας λαβεῖν ἀργύριον καὶ οὐδαμῶς ἔλαβεν ἃ ὡμολόγησεν ἢ ἔλαβε μέρος τι» Γλῶσσαι Βασιλ.
Spanish (DGE)
(ἀναργῠρία) -ας, ἡ
1 falta de dinero Stratt.71B.
2 falta de pago, impago, Cod.Iust.4.21.16, τῆς προιχός Iust.Nou.100 praef.
Greek Monolingual
η (AM ἀναργυρία) ανάργυρος
έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά
μσν.
το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς.