ἀντιπαρεξαγωγή
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ, A a means of attack in controversy, πρός τινα S.E.M.7.150.
German (Pape)
[Seite 257] ἡ, das dagegen Ausrücken, Plut. frg. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρεξᾰγωγή: ἡ, μέσον ἐπιθέσεως ἐν συζητήσει, ἐναντίωσις, πρός τινα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 150.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
postura contraria en una controversia, Plu.Lib.5, πρὸς τοὺς Στωικούς S.E.M.7.150.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαρεξᾰγωγή: ἡ выступление против, опровержение, полемика (πρὸς τοὺς Στωϊκούς Sext.).