ἀντιπροπίνω
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
[πῑ], A drink in turn, αἷμα ἀλλήλοις J.BJ5.10.4. II present in return (cf. προπίνω 1.2), ἀοιδάς Dionys. Eleg.1; τὰ ὅμοια Ath.4.128a.
German (Pape)
[Seite 259] (s. πίνω), dagegen sich unter einander zutrinken, Ath. XV, 669 e, vgl. IV, 128 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροπίνω: ἀνταποδίδω πρόποσιν, ἀντιπροέπινον δ’ ἀλλήλοις τὸ αἷμα τῶν δημοτῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5.10, 4. ΙΙ. μεταφ. ἀντιδωροῦμαι, καὶ σὺ λαβὼν τόδε δῶρον ἀοιδὰς ἀντιπρόπιθι Διον. Ἐλεγ. 1. 4 Bgk.
Spanish (DGE)
1 beber a su vez τὸ αἷμα τῶν δημοτῶν I.BI 5.440.
2 ofrecer a su vez c. ac. ἀοιδάς Dionys.Eleg.1
•c. ac. y dat. τὰ ὅμοια ... αὐτῷ Ath.128a.
Greek Monolingual
(Α ἀντιπροπίνω)
κάνω αντιπρόποση
αρχ.
αντιπροσφέρω κάτι.