ἀποβύω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
[ῡ], A stop up, AB426.
German (Pape)
[Seite 298] (s. βύω), gänzlich verstopfen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβύω: μέλλ. -ύσω [ῡ], ἀποφράττω, ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. 73. 19: - μέσ. μέλλ. (μετὰ παθ. σημασ.), ἀποβύσεταί σοι... τὰ ῥήματα Ἀριστοφ. (Ἀοσπ. 1. Δινδ.) ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk (Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1035): - Ἐπίθ. ἀπόβυστος, ον, κεκρυμμένος, κρυπτός, οὐκ ἐν ἀποβύστῳ, οὐκ ἐν τῷ κρυπτῷ, Θεόδ. Στουδ. 251E.
Spanish (DGE)
obstruir, tapar ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Clem.Al.Prot.10.89.2, cf. AB 426.