ἀποτροπιαστικός

From LSJ
Revision as of 20:52, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτροπιαστικός Medium diacritics: ἀποτροπιαστικός Low diacritics: αποτροπιαστικός Capitals: ΑΠΟΤΡΟΠΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apotropiastikós Transliteration B: apotropiastikos Transliteration C: apotropiastikos Beta Code: a)potropiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for averting, Eust.ad D.P.723.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
conjurador φασμάτων de cierta piedra, Eust.in D.P.723.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀποτροπιαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, ο αποτρόπαιος
μσν.
ο κατάλληλος να αποτρέψει κάποιο κακό.