ἀριστεῖος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Adj. A belonging to the bravest, bestowed as the prize of valour, στέφανοι, τιμαί, D.H.6.94, 9.13; γέρας Plu.Thes.26; Ἡρακλεῖ ποιήσειν θυσίαν ἀριστεῖον Id.Pyrrh.22.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se da como premio al valor στέφανοι D.H.6.94, τιμαί D.H.9.13, γέρας Plu.Thes.26, v. ἀριστεῖον.
2 excelente ἀριστῆον ... πόσιν MAMA 1.234.11 (Laodicea Combusta).
Greek Monolingual
ἀριστεῑος, -ον (Α) αριστεύω
αυτός που ανήκει στον γενναιότατο, αυτός που απονεμήθηκε σαν βραβείο γενναιότητας.