ἀριστολόχεια

From LSJ
Revision as of 22:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστολόχεια Medium diacritics: ἀριστολόχεια Low diacritics: αριστολόχεια Capitals: ΑΡΙΣΤΟΛΟΧΕΙΑ
Transliteration A: aristolócheia Transliteration B: aristolocheia Transliteration C: aristolocheia Beta Code: a)ristolo/xeia

English (LSJ)

(A -λοχία Thphr.HP9.20.4), ἡ, herb promoting child-birth, birthwort, Aristolochia, Nic.Th.509,937; ἀ. στρογγύλη, = A. rotunda, ἀ. μακρά, = A. longa, ἀ. κληματῖτις, = A. Clematitis, Dsc.3.4; ἀ. Κρητική, = A. cretica, Plin.HN25.95:—also ἀριστο-λόχιον, τό, Hp.Nat.Mul.32 (s.v.l.):

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστολόχεια: ἢ ἀριστολοχία, ἡ, βοτάνη διευκολύνουσα ἤ προκαλούσα τὸν τοκετόν, «ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἄριστα βοηθεῖν λοχείαις» (Διοσκ. 34)· «ἀμπελοκλαδόρριζα ἤ πικρόρριζα» νῦν κατὰ Sibth., Λατ. aristolochia, Νικ. Θ. 509, 937, Εὐστ. 887· ἀριστολοχία ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 20, 4: ― ἀριστολόχιον, τὸ Ἱππ. 572. 45.

Greek Monolingual

η (Α ἀριστολόχεια και -χία)
βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχείατοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»].