ἀρρενομανής

From LSJ
Revision as of 23:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενομᾰνής Medium diacritics: ἀρρενομανής Low diacritics: αρρενομανής Capitals: ΑΡΡΕΝΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: arrenomanḗs Transliteration B: arrenomanēs Transliteration C: arrenomanis Beta Code: a)rrenomanh/s

English (LSJ)

ες, A mad after males, of men, Cat.Cod.Astr.8(2).43, v.l. in Heph.Astr.1.1.

Spanish (DGE)

-ές loco por los hombres, Cat.Cod.Astr.8(2).43.26.

Greek Monolingual

ἀρρενομανής, ο (Α)
αυτός που τρελαίνεται για άντρες, για σαρκική σχέση μαζί τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, γυναιμανής κ.ά.)].