ἀσολοίκιστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = sq., Eust.591.9. Adv. A -τως Id.316.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσολοίκιστος: -ον, = ἀσόλοικος, Εὐστ. 591. 9. - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. 316. 32· καὶ -κιστί, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ον
gram.
1 carente de solecismos, correcto de una construcción ἀσολοίκιστόν ἐστι Eust.591.9, ἀσολοικιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφοράν An.Boiss.3.241.
2 adv. -ως correctamente ἀ. λεχθήσεται Eust.316.32, τὸ ἀ. καὶ ἀβαρβαρίστως διαλέγεσθαι EM 331.37G.
Greek Monolingual
ἀσολοίκιστος, -ον (Μ) σολοικίζω
ο χωρίς σολοικισμούς, χωρίς λάθη.