ἄγγων
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A Frankish javelin, Agath.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγων: -ωνος, ὁ, ἀκόντιον Φραγγικόν, Ἀγαθ. 2. 5, σ. 40D. «Ἄγγωνες, ἐπιχώρια δόρατα, παρὰ Φράγγοις», Σουΐδ. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 6, 42, «ἄγγωνες, δόρατα οὐ λίαν σμικρά, ἀλλ’ οὐδὲ μεγάλα, ἀλλ’ ὅσον ἀκοντίζεσθαι, εἴπου δεήσοι.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
• Grafía: graf. ἄγγον Eust.1854.22
jabalina usada por los francos, Agath.2.5.2, Sud.α 329, Eust.l.c.
• Etimología: Palabra franca, de *ank-, atestiguada abundantemente en lenguas germánicas: aisl. angi ‘punta’, aaa. ango ‘espina’, ‘púa’, etc., cf. ἀγκών.