ἄγγων
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
English (LSJ)
ωνος, ὁ, Frankish javelin, Agath.2.5.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
• Grafía: graf. ἄγγον Eust.1854.22
jabalina usada por los francos, Agath.2.5.2, Sud.α 329, Eust.l.c.
• Etimología: Palabra franca, de *ank-, atestiguada abundantemente en lenguas germánicas: aisl. angi ‘punta’, aaa. ango ‘espina’, ‘púa’, etc., cf. ἀγκών.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγων: -ωνος, ὁ, ἀκόντιον Φραγγικόν, Ἀγαθ. 2. 5, σ. 40D. «Ἄγγωνες, ἐπιχώρια δόρατα, παρὰ Φράγγοις», Σουΐδ. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 6, 42, «ἄγγωνες, δόρατα οὐ λίαν σμικρά, ἀλλ’ οὐδὲ μεγάλα, ἀλλ’ ὅσον ἀκοντίζεσθαι, εἴπου δεήσοι.