ἄρηρα
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ἀρήρειν, ἀρηρεμένος, A v. ἀραρίσκω.
German (Pape)
[Seite 350] perf. zu ἄρω. Davon ἀρηρότως, anschließend, passend, fest.
French (Bailly abrégé)
pf. ion. de ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
ἀρήρασθαιἀρήρεινἀρηρέμενος v. ἀραρίσκω.
Greek Monotonic
ἄρηρα: Μέσ. παρακ. του ἀραρίσκω· ἀρήρειν, υπερσ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρηρα: pf. к ἀραρίσκω.