ἄπηκτος

From LSJ
Revision as of 00:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπηκτος Medium diacritics: ἄπηκτος Low diacritics: άπηκτος Capitals: ΑΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: ápēktos Transliteration B: apēktos Transliteration C: apiktos Beta Code: a)/phktos

English (LSJ)

ον, A not capable of being solidified, Arist.Mete.385b1, GA 735b30, HA520a8. 2 not solid, θεμέλια Sor.1.47.

German (Pape)

[Seite 290] = ἀπαγής, Arist. gen. anim. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπηκτος: -ον, ὁ μὴ πηγνύμενος, ὁ μὴ γινόμενος πηκτός, ὁ ἀνεπίδεκτος στερεοποιήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 6, κ. ἐξ., πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, Ἱστ. Ζ. 3. 17, 1.

Spanish (DGE)

-ον
1 insolidificable ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότητα Arist.Mete.385b1, ἀήρ Arist.GA 735b30, πιμελή Arist.HA 520a8, τὸ ὑγρόν Arist.Sens.438a22.
2 que no es sólido θεμέλια Sor.34.23.

Greek Monolingual

κ. άπηχτος -η, -ο (Α ἄπηκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακός
νεοελλ.
φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» — δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζει
αρχ.
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἄπηκτος: не густеющий, не твердеющий, не застывающий (ἀήρ, πιμελή Arst.).