ἐμφόρβιος

From LSJ
Revision as of 08:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφόρβιος Medium diacritics: ἐμφόρβιος Low diacritics: εμφόρβιος Capitals: ΕΜΦΟΡΒΙΟΣ
Transliteration A: emphórbios Transliteration B: emphorbios Transliteration C: emforvios Beta Code: e)mfo/rbios

English (LSJ)

ον, A eating away, consuming, τινός Nic.Th.629. II ἐμφόρβιον, τό, pasture-money, Hsch.

German (Pape)

[Seite 820] abweidend, abzehrend, Nic. Th. 629; τὸ ἐμφ., das Triftgeld, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφόρβιος: -ον, καταβιβρώσκων, καταναλίσκων, τινος Νικ. Θ. 629· ἐμφόρβιον· «τελώνημα» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
que amordaza, que somete στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad Nic.Th.629.

Greek Monolingual

ἐμφόρβιος, -ον (Α)
1. αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφόρβιον
τέλος που καταβαλλόταν για τη νομή, τη βοσκή.