ἐννεακισχίλιοι
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
[χῐ], αι, α, A nine thousand, D.S.17.66, Ael.VH6.12.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
neuf mille.
Étymologie: ἐννεάκις, χίλιοι.
Greek Monolingual
-ες, -α (AM ἐννεακισχίλιοι, -αι, -α, Α και ἐνακισχίλιοι, -αι, -α)
εννέα χιλιάδες.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεακισχίλιοι: девять тысяч Diod.