ἐνυπνιοκρίτης
From LSJ
English (LSJ)
[κρῐ], ου, ὁ, A interpreter of dreams, UPZ84.79.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπνιοκρίτης: -ου, ὁ, = ὀνειροκρίτης, ἐξηγητὴς ὀνείρων, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἔκδ. Leem. σ. 117.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ intérprete de sueños, UPZ 84.79 (II a.C.).
Greek Monolingual
ἐνυπνιοκρίτης, ο (Α)
ο εξηγητής τών ονείρων, αυτός που ερμηνεύει τα όνειρα, ο ενυπνιόμαντις.