ἐπίδομα

From LSJ
Revision as of 08:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδομα Medium diacritics: ἐπίδομα Low diacritics: επίδομα Capitals: ΕΠΙΔΟΜΑ
Transliteration A: epídoma Transliteration B: epidoma Transliteration C: epidoma Beta Code: e)pi/doma

English (LSJ)

ατος, τό, A contribution to a feast, Ath.8.364f(pl.).

German (Pape)

[Seite 939] τό, Zugabe, Beisteuer; nach Ath. VIII, 364 f sagten die Alexandriner δεῖπνα ἐξ ἐπιδομάτων für ἐπιδόσιμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδομα: τό, ἐπίμετρον, συνεισφορά, δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίδομα) επιδίδωμι
νεοελλ.
1. πρόσθετη επιχορήγηση που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («επίδομα ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» κ.λπ.)
2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα
αρχ.
1. προσθήκη
2. συνεισφορά, έρανος.