ἐπαντλαῖος
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ον, A = ἱμαῖος, Hsch. s.h.v. (ἐπανταῖος cod.).
Greek Monolingual
ἐπαντλαῑος και ἐπάντλειος, ο (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἱμαῑος, τὸ ᾆσμα ὅ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταί».