ἐπικόλλημα

From LSJ
Revision as of 09:26, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικόλλημα Medium diacritics: ἐπικόλλημα Low diacritics: επικόλλημα Capitals: ΕΠΙΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: epikóllēma Transliteration B: epikollēma Transliteration C: epikollima Beta Code: e)piko/llhma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is glued on, tessellated work, Id.HP4.3.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 951] τό, das Darauf-, Angeleimte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικόλλημα: τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.

Greek Monolingual

το (Α ἐπικόλλημα)
νεοελλ.
πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς
αρχ.
αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)].